- φιλοβορρᾶς
- φῐλο-βορρᾶς, ᾶ, ὁ,A loving the North wind, ib. 57.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλοβορράς — ᾱ, ὁ, Α αυτός που τού αρέσει ο βόρειος άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + βορρᾶς «βόρειος άνεμος»] … Dictionary of Greek